Hoofed
volume
British pronunciation/hˈuːft/
American pronunciation/ˈhuft/, /ˈhʊft/

Ορισμός και Σημασία του "hoofed"

01

having or resembling hoofs

word family

hoof

hoof

Verb

hoofed

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store