LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Home-farm
/hˈəʊmfˈɑːm/
/hˈoʊmfˈɑːɹm/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "home-farm"
Home-farm
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a farm that supplies the needs of a large estate of establishment
word family
home-farm
home-farm
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
home-cured
home-builder
home-brewed
home-baked
home video
home-fried potatoes
home-loving
home-school
home-style
homebody
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App