Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
holiday resort
/hˈɑːlɪdˌeɪ ɹɪzˈɔːɹt/
/hˈɒlɪdˌeɪ ɹɪzˈɔːt/
Holiday resort
01
θερινό θέρετρο, τουριστικό συγκρότημα
a place that has many hotels, bars, etc. where many people go on holiday
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
θερινό θέρετρο, τουριστικό συγκρότημα