LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hitching post
/hˈɪtʃɪŋ pˈəʊst/
/hˈɪtʃɪŋ pˈoʊst/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "hitching post"
Hitching post
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a fixed post with a ring to which a horse can be hitched to prevent it from straying
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
hitching bar
hitchhiking
hitchhiker
hitchhike
hitch wagon to a star
hitchrack
hither
hither and thither
hitherto
hitler
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App