Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hitchhiker
01
οτοστόπερ, αυτοστόπερ
a person who travels by getting free rides from passing vehicles
Λεξικό Δέντρο
hitchhiker
hitchhike
hitch
hike
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
οτοστόπερ, αυτοστόπερ
Λεξικό Δέντρο
hitch
hike