LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hilt
/hˈɪlt/
/ˈhɪɫt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "hilt"
Hilt
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the handle of a sword or dagger
Παράδειγμα
The
knight
clasps
the
hilt
of
his
sword
,
ready
for
the
impending
battle
.
The
hilt
of
the
dagger
featured
an
intricately
carved
ivory
pommel
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App