Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
High ground
01
πλεονεκτική θέση, υψηλό έδαφος
the most advantageous position in an argument or discussion that grants one moral or ethical superiority
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πλεονεκτική θέση, υψηλό έδαφος