Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hexagon
01
εξάγωνο, σχήμα με έξι πλευρές
(geometry) a closed shape with six straight sides and six angles
Παραδείγματα
She decided to tile her bathroom floor with hexagon-shaped tiles.
Αποφάσισε να πλακοστρώσει το πάτωμα του μπάνιου της με πλακάκια σε σχήμα εξαγώνου.
In geometry class, students learned how to calculate the area of a hexagon.
Στο μάθημα της γεωμετρίας, οι μαθητές έμαθαν πώς να υπολογίζουν το εμβαδόν ενός εξαγώνου.
Λεξικό Δέντρο
hexagonal
hexagon



























