LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hewn
/hjˈuːn/
/ˈhjun/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "hewn"
hewn
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
cut or shaped with hard blows of a heavy cutting instrument like an ax or chisel
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
hewer
hew out
hew
hevea brasiliensis
hevea
hex
hex head screw
hex nut
hexachlorophene
hexacosanoic acid
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App