Heedful
volume
British pronunciation/hˈiːdfəl/
American pronunciation/hˈiːdfəl/

Ορισμός και Σημασία του "heedful"

01

cautiously attentive

heedful definition and meaning
02

taking heed; giving close and thoughtful attention

03

giving attention

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store