LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Heavy whipping cream
/hˈɛvi wˈɪpɪŋ kɹˈiːm/
/hˈɛvi wˈɪpɪŋ kɹˈiːm/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "heavy whipping cream"
Heavy whipping cream
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
cream with a fat content of 48% or more
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
heavy weapon
heavy water
heavy vehicle
heavy swell
heavy spar
heavy-armed
heavy-coated
heavy-duty
heavy-footed
heavy-handed
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App