LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Heavy-laden
/hˈɛvilˈeɪdən/
/hˈɛvilˈeɪdən/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "heavy-laden"
heavy-laden
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
bearing a physically heavy weight or load
02
burdened by cares
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
heavy-handed
heavy-footed
heavy-duty
heavy-coated
heavy-armed
heavy-limbed
heavyhearted
heavyheartedness
heavyset
heavyweight
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App