LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hazel alder
/hˈeɪzəl ˈɔːldə/
/hˈeɪzəl ˈɔːldɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "hazel alder"
Hazel alder
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
common shrub of the eastern United States with smooth bark
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
hazel
haze over
haze
hazardousness
hazardously
hazel mouse
hazel tree
hazel-brown
hazelnut
hazelnut tree
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App