LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hatted
/hˈætɪd/
/hˈæɾᵻd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "hatted"
hatted
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
wearing a hat or a hat of a particular kind
hatless
word family
hat
hat
Verb
hatted
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
hats off
hatred is as blind as love
hatred
hatrack
hatpin
hatter
hatteras island
hattiesburg
hauberk
haughtily
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App