Hatted
volume
British pronunciation/hˈætɪd/
American pronunciation/hˈæɾᵻd/

Ορισμός και Σημασία του "hatted"

01

wearing a hat or a hat of a particular kind

word family

hat

hat

Verb

hatted

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store