Anxiolytic
volume
British pronunciation/ˌaŋksɪəlˈɪtɪk/
American pronunciation/ˌæŋksɪəlˈɪɾɪk/

Ορισμός και Σημασία του "anxiolytic"

01

a tranquilizer used to relieve anxiety and reduce tension and irritability

anxiolytic
01

anxiety relieving

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store