LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hardfisted
/hˈɑːdfɪstɪd/
/hˈɑːɹdfɪstᵻd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "hardfisted"
hardfisted
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
unwilling to part with money
word family
hardfisted
hardfisted
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
harder you work the luckier you get
hardening of the arteries
hardening
hardened
hardenbergia comnptoniana
hardheaded
hardheads
hardhearted
hardheartedness
hardihood
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App