Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Happy hour
01
ευτυχισμένη ώρα, happy hour
a time when bars offer discounted prices on drinks to attract customers
Παραδείγματα
During happy hour, we enjoy half-priced cocktails at our favorite bar.
Κατά τη διάρκεια της happy hour, απολαμβάνουμε κοκτέιλ στη μισή τιμή στο αγαπημένο μας μπαρ.
Happy hour is the perfect time to try new drinks without breaking the bank.
Το happy hour είναι η τέλεια στιγμή να δοκιμάσετε νέα ποτά χωρίς να σπάσετε το piggy bank.



























