LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hand-operated
/hˈandˈɒpəɹˌeɪtɪd/
/hˈændˈɑːpɚɹˌeɪɾᵻd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "hand-operated"
hand-operated
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
in a considerate manner
inconsiderately
02
operated by hand
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
hand-me-down
hand-loomed
hand-knit
hand-hewn
hand-held microcomputer
hand-pick
hand-to-hand
hand-to-hand struggle
hand-to-mouth
hand-wash
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App