LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Half-clothed
/hˈɑːfklˈəʊðd/
/hˈæfklˈoʊðd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "half-clothed"
half-clothed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
inadequately clothed
word family
half-clothed
half-clothed
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
half-century
half-caste
half-brother
half-breed
half-bred
half-cock
half-crazed
half-cup
half-dozen
half-eaten
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App