LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hairiness
/hˈeəɹɪnəs/
/ˈhɛɹinəs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "hairiness"
Hairiness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the quality of having hair
hairlessness
word family
hair
hair
Noun
hairy
Adjective
hairiness
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
haired
hairdressing
hairdresser's
hairdresser
hairdo
hairless
hairlessness
hairlike
hairline
hairline fracture
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App