Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Haircut
Παραδείγματα
She got a new haircut that made her look more polished.
Έκανε ένα νέο κούρεμα που την έκανε να φαίνεται πιο κομψή.
His haircut was short on the sides and longer on top.
Το κούρεμά του ήταν κοντό στα πλάγια και πιο μακρύ στην κορυφή.
02
κούρεμα
the act of cutting hair or having our hair cut
Λεξικό Δέντρο
haircut
hair
cut



























