Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hair dye
01
βαφή μαλλιών, χρωματισμός μαλλιών
a cosmetic product that changes the color of hair by using pigments or chemicals
Παραδείγματα
The salon offered various shades of hair dye for customers to choose from.
Το σαλόνι προσέφερε διάφορες αποχρώσεις βαφής μαλλιών για να επιλέξουν οι πελάτες.
The hairdresser recommended a gentle hair dye for those with sensitive scalps.
Ο κομμωτής συνέστησε ένα ήπιο βαφή μαλλιών για όσους έχουν ευαίσθητο τριχωτό της κεφαλής.



























