Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hair-raising
01
τριχόπτωτος, που σηκώνει τα μαλλιά
causing great fear or excitement
02
τρομακτικός, φρικιαστικός
extremely alarming
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τριχόπτωτος, που σηκώνει τα μαλλιά
τρομακτικός, φρικιαστικός