LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Gynophore
/ɡˈaɪnəfˌɔː/
/ɡˈaɪnəfˌoːɹ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "gynophore"
Gynophore
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the stalk of a pistil that raises it above the receptacle
word family
gynophore
gynophore
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
gynophobia
gynogenesis
gynoecium
gynobase
gynne
gynostegium
gynura
gynura aurantiaca
gyoza
gyp
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App