LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Guyot
/ɡˈaɪɒt/
/ˈɡaɪət/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "guyot"
Guyot
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a seamount of volcanic origin (especially in the Pacific Ocean)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
guy wire
guy rope
guy of burgundy
guy fawkes night
guy fawkes day
guzheng
guzzle
guzzler
guzzling
gwydion
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App