LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Gunlock
/ɡˈʌnlɒk/
/ɡˈʌnlɑːk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "gunlock"
Gunlock
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the action that ignites the charge in a firearm
word family
gun
lock
gunlock
gunlock
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
gunk
gunite
gung ho
gunflint
gunfire
gunman
gunmetal
gunmetal gray
gunnar myrdal
gunnel
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App