LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ground tackle
/ɡɹˈaʊnd tˈakəl/
/ɡɹˈaʊnd tˈækəl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "ground tackle"
Ground tackle
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a mechanical device that prevents a vessel from moving
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
ground swell
ground substance
ground stroke
ground state
ground squirrel
ground wave
ground zero
ground-controlled approach
ground-effect machine
ground-emplaced mine
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App