Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ground beef
01
κιμάς, μοσχαρίσιος κιμάς
a type of meat that has been minced or finely chopped
Παραδείγματα
He cooked a delicious spaghetti bolognese with ground beef for dinner.
Μαγείρεψε ένα νόστιμο σπαγγέτι μπολονέζ με κιμά για δείπνο.
I like to make tacos with seasoned ground beef, topped with cheese and salsa.
Μου αρέσει να φτιάχνω τάκο με καρυκευμένο κιμά, τοποθετημένο με τυρί και σάλτσα.



























