LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Gross profit
/ɡɹˈəʊs pɹˈɒfɪt/
/ɡɹˈoʊs pɹˈɑːfɪt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "gross profit"
Gross profit
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
(finance) the net sales minus the cost of goods and services sold
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
gross out
gross national product
gross margin
gross estate
gross domestic product
gross profit margin
gross revenue
gross sales
gross ton
grossbeak
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App