LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Greisen
/ɡɹˈaɪzən/
/ɡɹˈaɪzən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "greisen"
Greisen
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a granitic rock composed of quartz and mica
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
gregorian telescope
gregorian mode
gregorian chant
gregorian calendar month
gregorian calendar
gremlin
grenade
grenade thrower
grenadier
grenoble
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App