Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Green pepper
01
πράσινη πιπεριά, πράσινο πιπέρι
a hollow fruit with a sweet taste and green color, eaten raw or cooked
Παραδείγματα
I prefer green pepper over the red variety.
Προτιμώ την πράσινη πιπεριά από την κόκκινη ποικιλία.
I do n't particularly enjoy the taste of green pepper, so I prefer to omit it from my sandwiches.
Δεν απολαμβάνω ιδιαίτερα τη γεύση της πράσινης πιπεριάς, γι' αυτό προτιμώ να την παραλείπω από τα σάντουιτς μου.



























