Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
green lacewing
/ɡɹˈiːn lˈeɪsuːɪŋ/
/ɡɹˈiːn lˈeɪsuːɪŋ/
Green lacewing
01
πράσινη χρυσοπτέρυγα, πράσινη μύγα με δυσάρεστη μυρωδιά
pale green unpleasant-smelling lacewing fly having carnivorous larvae
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πράσινη χρυσοπτέρυγα, πράσινη μύγα με δυσάρεστη μυρωδιά