Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Green fingers
01
πράσινα δάχτυλα, φυσική ικανότητα καλλιέργειας φυτών
an individual's natural ability to grow plants
Dialect
British
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πράσινα δάχτυλα, φυσική ικανότητα καλλιέργειας φυτών