Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
greek
01
ελληνικός, ελλαδικός
belonging or relating to Greece, its people, or its language
Παραδείγματα
Greek cuisine is well-known for its fresh and flavorful dishes.
Η ελληνική κουζίνα είναι γνωστή για τα φρέσκα και γευστικά πιάτα της.
Greek mythology is full of fascinating tales and characters.
Η ελληνική μυθολογία είναι γεμάτη από συναρπαστικές ιστορίες και χαρακτήρες.
Greek
Παραδείγματα
Greek is considered one of the oldest languages in the world.
Τα Ελληνικά θεωρούνται ως μια από τις παλαιότερες γλώσσες στον κόσμο.
He 's using an online app to practice his Greek.
Χρησιμοποιεί μια διαδικτυακή εφαρμογή για να εξασκήσει τα Ελληνικά του.
02
Έλληνας, Ελληνας
an individual of Greek nationality or heritage
Παραδείγματα
The Greek spoke passionately about their country's culture.
Ο Έλληνας μίλησε με πάθος για τον πολιτισμό της χώρας του.
A Greek helped us navigate the busy streets of Athens.
Ένας Έλληνας μας βοήθησε να περιηγηθούμε στους πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας.



























