Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Grease monkey
01
μηχανικός, επισκευαστής αυτοκινήτων
a mechanic or someone who works on cars
Παραδείγματα
He 's a talented grease monkey who can fix any engine problem.
Είναι ένας ταλαντούχος μηχανικός που μπορεί να επιλύσει οποιοδήποτε πρόβλημα κινητήρα.
The grease monkey inspected the brakes for wear.
Ο μηχανικός επιθεώρησε τα φρένα για φθορά.



























