LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Anticipative
/antˈɪsɪpətˌɪv/
/æntˈɪsɪpətˌɪv/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "anticipative"
anticipative
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
marked by eager anticipation
word family
anticip
anticip
Verb
anticipate
Verb
anticipative
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
anticipation
anticipated
anticipate
anticipant
antichrist
anticipator
anticipatory
anticipatory breach
anticlimactic
anticlimactical
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App