Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Grad
01
αποφοιτημένος, πτυχιούχος
someone who has received a university or college degree
02
γκραντ, εκατοστό της ορθής γωνίας
one-hundredth of a right angle
Λεξικό Δέντρο
gradable
undergrad
grad
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αποφοιτημένος, πτυχιούχος
γκραντ, εκατοστό της ορθής γωνίας
Λεξικό Δέντρο