Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
anti-inflammatory drug
/ˈæntaɪɪnflˈæmətˌoːɹi dɹˈʌɡ/
/ˈantiɪnflˈamətəɹˌi dɹˈʌɡ/
Anti-inflammatory drug
01
αντιφλεγμονώδες φάρμακο, αντιφλεγμονώδης
a medicine intended to reduce inflammation
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αντιφλεγμονώδες φάρμακο, αντιφλεγμονώδης