Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Good looks
01
σωματική ομορφιά, ελκυστική εμφάνιση
a person's physical appearance, particularly those features that are considered attractive or aesthetically pleasing
Παραδείγματα
His good looks made him a popular choice for modeling jobs.
Η όμορφη εμφάνισή του τον έκανε δημοφιλή επιλογή για δουλειές μοντέλου.
She relied on her good looks and charm to win the role.
Βασίστηκε στην καλή της εμφάνιση και τη γοητεία της για να κερδίσει το ρόλο.



























