Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Golem
01
γκόλεμ, αυτόματο μηχάνημα
a mechanism that can move automatically
02
γκόλεμ, τεχνητή πλάσμα από πηλό
a fictional figure in Jewish stories, often made of clay or mud, that is brought to life using magic
Παραδείγματα
The ancient text described how the rabbi created a golem to protect the Jewish community from harm.
Το αρχαίο κείμενο περιέγραφε πώς ο ραβίνος δημιούργησε ένα γκόλεμ για να προστατεύσει την εβραϊκή κοινότητα από το κακό.
In the story, the golem's strength was unmatched, but it had to be carefully controlled to avoid destruction.
Στην ιστορία, η δύναμη του γκόλεμ ήταν απαράμιλλη, αλλά έπρεπε να ελεγχθεί προσεκτικά για να αποφευχθεί η καταστροφή.



























