Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to go back on
[phrase form: go]
01
αθετώ, αποσύρομαι από
to fail to do as one promised or agreed
Παραδείγματα
He promised to help us with the project, but he went back on his word and did n't show up.
Υποσχέθηκε να μας βοηθήσει με το έργο, αλλά απέσυρε την υπόσχεσή του και δεν εμφανίστηκε.
The company went back on its pledge to maintain job security for employees.
Η εταιρεία απέτυχε να τηρήσει την υπόσχεσή της να διατηρήσει την ασφάλεια απασχόλησης για τους εργαζόμενους.



























