Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to gnaw at
01
ροκανίζω, βασανίζω
to cause someone persistent worry or discomfort
Παραδείγματα
The fear of failure continues to gnaw at him every day.
Ο φόβος της αποτυχίας συνεχίζει να τον ροκανίζει κάθε μέρα.
Guilt started to gnaw at her after the argument.
Η ενοχή άρχισε να την δαγκώνει μετά τη διαμάχη.



























