Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Glottal stop
01
γλωττιδική στάση, γλωττικός τερματισμός
(phonetics) a consonant made by fully closing the glottis releasing an audible airstream
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
γλωττιδική στάση, γλωττικός τερματισμός