LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Globalize
/ɡlˈəʊbəlˌaɪz/
/ˈɡɫoʊbəˌɫaɪz/
globalise
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "globalize"
to globalize
ΡΉΜΑ
01
make world-wide in scope or application
word family
glob
glob
Noun
global
Adjective
globalize
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
globalization
globalism
global warming
global village
global surface temperature
globally
globe
globe amaranth
globe artichoke
globe flower
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App