LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Answerable
/ˈɑːnsəɹəbəl/
/ˈænsɝəbəɫ/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "answerable"
answerable
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
morally or legally responsible to a higher authority
02
capable of being answered
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
answerability
answer to the name of
answer to
answer the call of nature
answer prayers
answerableness
answerer
answering
answering machine
answerphone
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App