Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to get ahead
[phrase form: get]
01
προοδεύω, πετυχαίνω
to make progress and succeed in one's career or life
Intransitive
Παραδείγματα
Hard work and determination will help you get ahead in your career.
Η σκληρή δουλειά και η αποφασιστικότητα θα σας βοηθήσουν να προοδεύσετε στην καριέρα σας.
She knew that getting a higher education would be the key to getting ahead in life.
Ήξερε ότι η απόκτηση ανώτερης εκπαίδευσης θα ήταν το κλειδί για να προοδεύσει στη ζωή.



























