LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Germinal
/dʒˈɜːmɪnəl/
/dʒˈɜːmɪnəl/
Adjective (1)
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "germinal"
germinal
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
σπερματικός
in an early stage of growth or formation
originative
seminal
Germinal
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
σπερματικός
seventh month of the Revolutionary calendar (March and April); the month of buds
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App