Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Geologist
01
γεωλόγος, επιστήμονας ειδικευμένος στη γεωλογία
a scientist who studies the Earth's structure, composition, processes, and history, including rocks, minerals, fossils, and geological phenomena
Παραδείγματα
The geologist analyzed the rock formations to determine their geological age and origin.
Ο γεωλόγος ανέλυσε τις βραχώδεις σχηματισμούς για να καθορίσει τη γεωλογική τους ηλικία και προέλευση.
Geologists use specialized tools and techniques to map underground resources like oil and minerals.
Οι γεωλόγοι χρησιμοποιούν εξειδικευμένα εργαλεία και τεχνικές για να χαρτογραφήσουν υπόγειους πόρους όπως το πετρέλαιο και τα ορυκτά.
Λεξικό Δέντρο
geologist
geology
geo



























