LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Anosmic
/anˈɒzmɪk/
/ænˈɑːzmɪk/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "anosmic"
anosmic
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
relating to an impairment or loss of the sense of smell
02
having impaired sense of smell
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
anosmia
anosmatic
anoscopy
anorthopia
anorthography
anostraca
another
another day another dollar
anouilh
anova
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App