Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
General practitioner
01
γενικός ιατρός, παθολόγος
a physician who is not a specialist but treats people with acute and chronic illnesses who live in a particular area
Παραδείγματα
When she felt unwell, she made an appointment with her general practitioner to discuss her symptoms and receive a proper diagnosis.
Όταν αισθάνθηκε άσχημα, έκανε ένα ραντεβού με τον γενικό ιατρό της για να συζητήσει τα συμπτώματά της και να λάβει μια σωστή διάγνωση.
The general practitioner provided comprehensive care, addressing both her physical health and mental well-being during the visit.
Ο γενικός ιατρός παρείχε ολοκληρωμένη φροντίδα, ασχολούμενος τόσο με τη σωματική της υγεία όσο και με την ψυχική της ευεξία κατά τη διάρκεια της επίσκεψης.



























